- ὑφείρω
- ὑφείρω,A fasten under,
ξίφος πήχει Philostr.VA8.25
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξίφος πήχει Philostr.VA8.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υφείρω — Α δένω κάτι από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἴρω (Ι) «συνδέω, συναρμολογώ» (< ΙΕ ρίζα *ser , για την απώλεια τής δασύτητας, βλ. λ. είρω [Ι])] … Dictionary of Greek